ραδιοτηλεφωνικός — ή, ό, Ν [ραδιοτηλεφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοτηλεφωνία ή αυτός που γίνεται με ραδιοτηλεφωνία («ραδιοτηλεφωνική επικοινωνία»). επίρρ... ραδιοτηλεφωνικώς και ραδιοτηλεφωνικά Ν με ραδιοτηλεφωνικό τρόπο … Dictionary of Greek
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
ραδιοεπικοινωνία — η, Ν (ραδιοηλ.) ανταλλαγή μηνυμάτων από απόσταση, όταν αυτή πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, είτε με τη ραδιοτηλεφωνία είτε με τη ραδιοτηλεγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ … Dictionary of Greek
ραδιοφωνία — η, Ν (επικοιν.) 1. ηλεκτρονική μετάδοση ραδιοφωνικών σημάτων που προορίζονται για το ευρύ κοινό και περιλαμβάνουν εκπαιδευτικά, ενημερωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα 2. η τεχνική και η οργάνωση τών εκπομπών αυτών για το ευρύτερο κοινό, καθώς και … Dictionary of Greek